ΙΡΗΝΗ ΚΙΤΣΙΟΥ
Το φίδι του Πλίνιου
εκδ. Αντίποδες, σελ. 120
Κληματαριές, βελανιδιές, ακροποταμιές, ρεματιές, κορυφογραμμές, κουφοξυλιές, συννεφιές. Τόσο η χλωρίδα όσο και η πανίδα υπεραφθονούν στα διηγήματα της Ειρήνης Κίτσιου (Κόνιτσα, 1956), που επανεμφανίζεται στην πεζογραφία έπειτα από δεκατρία χρόνια. Οι αφηγητές, βιρτουόζοι της ενατένισης, αναζητούν στη φύση την ιδεατή ομορφιά, η οποία σύμφωνα με την καλλιτεχνική τους ιδιοσυγκρασία δεν είναι ποτέ φυσική, παρά μόνο τεχνητή. Στο ομότιτλο της συλλογής πεζό, η ηρωίδα εισδύει στα έγκατα μιας κληματαριάς και με τον νου της αναφωνεί: «Αν μου δινόταν η ευκαιρία, θα ’κλωθα εδώ πέρα τις εξωφρενικές μου ιστορίες στην εντέλεια». Η κληματαριά δεν ήταν κληματαριά. «Ονειρο ήταν, όνειρο πλεγμένο με κληματόβεργες και τσαμπιά».
Στην «Αρκουδοφωλιά», το πιο συνταρακτικό πεζό της συλλογής, ο ήρωας παρατηρεί τον πατέρα του που πεθαίνει. Είχε την αίσθηση πως μέσα από το στήθος του ετοιμοθάνατου ακουγόταν ένα αντάτζιο του Μπρίτεν, τύμπανο και βιολοντσέλο. «Στις σιωπές του τυμπάνου –όλο και μεγάλωναν– σε ξάφνιαζε η αταξία του βιολοντσέλου με την παραφορά του και τις ανώφελες υφέσεις». Περισσότερο, όμως, από αυτή την ένσαρκη μουσική, γοητευόταν από «την ιδέα του ίδιου του θανάτου», ο οποίος εντέλει τον απογοητεύει. Το πρόσωπο του νεκρού αποδείχθηκε άθλια κακοτεχνία. Η γυναίκα, πάλι, που μπήκε στην κληματαριά, σκεφτόταν πως από εκεί μέσα έλειπε «παντελώς η ιδέα κάθε θανάτου».
Τοποθετώντας τους ήρωες σε βουκολικά τοπία, οργωμένα από το υνί του θανάτου, η Κίτσιου τούς μυεί στην παραμυθία της φαντασμαγορίας και της φρεναπάτης. Εκείνο που μετράει είναι ό,τι δεν συμβαίνει, ό,τι αποκρύπτεται. Ο,τι αξίζει είναι το όνειρο που ανθοβολεί από ένα αμελητέο φυλλαράκι. Από μια κληματαριά ξεπηδά η «Φυσική Ιστορία» του Πλίνιου και από το γραφικό Λυκοβούνι εφορμά ο Αγιος Βαρθολομαίος στην Καπέλα Σιστίνα. Η φύση μεταμορφώνεται σε εκμαγείο της τέχνης και τα διηγήματα της Κίτσιου σε εφαλτήρια ονειροπολήσεων.
kathimerini.gr
Πατήστε εδώ και ακολουθήστε το ΕΝΘΕΤΟ στο Google News